- ἐνορκίζω
- ἐν-ὁρκίζωmakepres subj act 1st sgἐν-ὁρκίζωmakepres ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ενορκίζω — ἐνορκίζω (Α) [ορκίζω] 1. εξορκίζω, ικετεύω 2. μέσ. κάνω κάποιον να ορκιστεί … Dictionary of Greek
ενορκισμός — ἐνορκισμός, ο (Α) [ενορκίζω] παράκληση, ικεσία με όρκους … Dictionary of Greek